κυαμισμός

κυαμισμός
ο
ιατρ. κληρονομική πάθηση που εκδηλώνεται με αλλεργιοειδή αντίδραση στα κουκιά, με συνέπεια τα ευαίσθητα άτομα να παρουσιάζουν αιμολυτική αναιμία αν καταναλώσουν κουκιά ή ακόμη και αν περπατούν μέσα σε χωράφι με κουκιές που βρίσκονται σε ανθοφορία, αλλ. κυάμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. favism < ιταλ. favismo (< ιταλ. fava < λατ. faba) + ιταλ. κατάλ. -ismo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυαμισμός ή κυάμωση — Οξεία αιμολυτική αναιμία, η οποία προκαλείται όταν κάποιο άτομο που εμφανίζει έλλειψη του ενζύμου G6PD καταναλώσει κουκιά ή φάβα (ακόμα και αν μυρίσει τα λουλούδια τους) ή έρθει σε επαφή με χημικές ουσίες που καταστρέφουν τα ευαίσθητα σε αυτές… …   Dictionary of Greek

  • κυάμωση — η ιατρ. ο κυαμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κυαμισμός] …   Dictionary of Greek

  • κουκιά — Ετήσιο ποώδες φυτό της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Vicia faba. Οι βλαστοί της κ. είναι μεγάλοι, αδιακλάδωτοι και μπορούν να φτάσουν σε ύψος τα 2 μ. Τα φύλλα της είναι σύνθετα, αποτελούμενα από έξι μεγάλα, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • κυαμίαση — η ιατρ. (παλαιότερη ονομασία) ο κυαμισμός …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • φαβισμός — ο, Ν ιατρ. η νόσος κυαμισμός ή κυάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. favism < ιταλ. fava (< λατ. faba, βλ. φάβα) + κατάλ. ism (βλ. ισμός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”